η (AM ἠρεμία) ήρεμος1. ησυχία, αταραξία, ακινησία, γαλήνη2. ψυχική γαλήνη, ανάπαυσηνεοελλ.φυσ. κατάσταση ενός σώματος του οποίου τα σημεία δεν μεταβάλλουν θέση ως προς ένα σύστημα αναφοράς.