ο
ο κατά βαθμό ανώτερος ή αρχαιότερος από τους υπαξιωματικούς που μένουν σ' έναν θάλαμο του στρατώνα, υπεύθυνος για την τάξη και την καθαριότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμος + -αρχης (πρβλ. ομαδ-άρχης, τμηματ-άρχης). Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].