η (AM θανάτωσις) θανατώνωτο να θανατωθεί κάποιος, η αφαίρεση ζωής, ο φόνος («καταδίκαι καί θανατώσεις πολιτών», Πλούτ.)νεοελλ.η εκτέλεση της θανατικής ποινής.