θερμόαιμος

Revision as of 07:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο
1. ζωηρός
2. ευέξαπτος, ευερέθιστος
3. ζωολ. λανθασμένος όρος που αναφέρεται σε ζώα τα οποία, ανεξάρτητα από τις μεταβολές του εξωτερικού περιβάλλοντος, διατηρούν σταθερή τη θερμοκρασία του σώματος τους, αντί του ορθού ομοιόθερμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο)- + -αιμος < αίμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1819 στον Γ. Ιωαννίδη].