θρησκόληπτος

Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που είναι αφοσιωμένος υπερβολικά και παράλογα στη θρησκεία, αυτός που κατέχεται από υπέρμετρο, ιδιότροπο, θρησκευτικό ζήλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρήσκος + -ληπτος (< ληπτός < λαμβάνω), πρβλ. εύ-ληπτος, οινό-ληπτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς].