ιατροχημεία

Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
1. η εφαρμογή της χημείας στην ιατρική για θεραπευτικούς σκοπούς
2. η εξήγηση τών φυσιολογικών και παθολογικών φαινομένων ως καθαρώς χημικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. iatrochimie < iatro- (πρβλ. ιατρός) + chimie (πρβλ. χημεία). Η λ. μαρτυρείται από το 1869 στον Ιω. Αλεξανδρίδη].