ἰθύω (Α) [[[ιθύς]] (Ι)]1. πορεύομαι ευθέως, τρέχω κατευθείαν2. εφορμώ3. (με απρμφ.) προθυμοποιούμαι, σπεύδω να κάνω κάτι4. ποθώ.