ἴκμιος

Revision as of 07:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

English (LSJ)

α, ον,

   A moist, Nonn.D.2.490.    2 = ἰκμαῖος, as epith. of Aristaeus, Call.Aet.3.1.34.

German (Pape)

[Seite 1248] = ἴκμενος, feucht, Nonn. 2, 490.

Greek (Liddell-Scott)

ἴκμιος: -ον, ὑγρός, ἴκμιος ἀήρ Νόνν. Δ. 2. 490.

Greek Monolingual

ἴκμιος, -ον, θηλ. και -ία (Α) ικμάς
1. υγρός
2. (ως επίθ. του Αρισταίου) ικμαίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ικμ-άς + -ιος αντί του ικμά-διος < θ. ικμάδ- του ἰκμάς, -άδος].