ἴκμιος
From LSJ
English (LSJ)
α, ον,
A moist, Nonn. D. 2.490.
2 = ἰκμαῖος, as epithet of Aristaeus, Call.Aet.3.1.34.
German (Pape)
[Seite 1248] = ἴκμενος, feucht, Nonn. 2, 490.
Greek (Liddell-Scott)
ἴκμιος: -ον, ὑγρός, ἴκμιος ἀήρ Νόνν. Δ. 2. 490.
Greek Monolingual
ἴκμιος, -ον, θηλ. και -ία (Α) ικμάς
1. υγρός
2. (ως επίθ. του Αρισταίου) ικμαίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ικμ-άς + -ιος αντί του ικμά-διος < θ. ικμάδ- του ἰκμάς, -άδος].