ἴκμενος

From LSJ

οἴνῳ τὸν οἶνον ἐξελαύνεινchase out the wine with wine, take a hair of the dog that bit you, try to drive out the wine with wine

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἴκμενος Medium diacritics: ἴκμενος Low diacritics: ίκμενος Capitals: ΙΚΜΕΝΟΣ
Transliteration A: íkmenos Transliteration B: ikmenos Transliteration C: ikmenos Beta Code: i)/kmenos

English (LSJ)

only in the phrase ἴκμενος οὖρος, of a fair breeze, Il.1.479, Od.2.420, al.; not moist, as Hsch. (Perh. not related to ἵκω, ἱκνέομαι.)

German (Pape)

[Seite 1248] οὖρος, günstiger Fahrwind, II. 1, 479 Od. 2, 420 u. öfter; nach der Erkl. der Alten mit ἰκμάς zusammenhangend, feuchter, milder u. erfrischender Lufthauch, wie Od. 5, 478 ἀνέμων μένος ὑγρὸν ἀέντων; schwerlich ist mit Nitzsch zu Od. a. a. O. an schlüpfrig zu denken u. glatt, gleichmäßig dahingleitender Fahrwind zu übersetzen; wahrscheinlich von ἱκνέομαι, wie Hesych. ἵκμενος anführt u. ἱκτικός, πορευτικός erkl.; doch ist die Aenderung des Spiritus nicht nöthig, vgl. ἅλλομαι, ἆλτο; der Wind, der auf das Schiff kommt, ihm nachkommt, ventus secundus. Vgl. noch ἴκμιος.

French (Bailly abrégé)

seul. dans la loc. ἴκμενος οὖρος IL vent favorable.
Étymologie: ἱκνέομαι, cf. lat. secundus de sequi.

Russian (Dvoretsky)

ἴκμενος: adj. попутный, благоприятный (οὖρος Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἴκμενος: μόνον ἐν τῇ φράσει, ἴκμενος οὖρος, ἐπὶ οὐρίου ἀνέμου, Ἰλ. Α. 479, Ὀδ. Β. 420, κτλ. - (Ἀναμφιβόλως ἐκ √ϜΙΚ, ἵκω, ἱκνέομαι, ἄνεμος ἀκολουθῶν, εὐνοϊκός, Λατ. secundus).

English (Autenrieth)

fair wind (οὖρος), a windthat follows fast’ (secundus). (Od.)

Greek Monolingual

ἴκμενος, -ον (Α)
φρ. «ἴκμενος οὖρος» — ευνοϊκός άνεμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά στην φρ. ἴκμενος οὖρος στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια. Πρόκειται για αθέματη μτχ. (πρβλ. άρμενος, άσμενος), της οποίας η σημ. είναι αμφίβολη, γιατί το ουσ. οὖρος έχει πιθ. από μόνο του τη σημ. «ευνοϊκός» (άνεμος), χωρίς να χρειάζεται επίθετο. Η λ. συνδέθηκε με τα ἵκω, ἱκέσθαι με σημ. «αυτός με τον οποίο προχωρούμε καλά» και με ψίλωση. Σύμφωνα με άλλη υπόθεση, έχει σχέση με τα προ-ίκτης, ἱκέτης και ερμηνεύεται «επιθυμητός» (πρβλ. λατ. flatus optati)].

Greek Monotonic

ἴκμενος: μόνο στη φράση ἴκμενος οὖρος (από το ἵκω, ἱκνέομαι), ευνοϊκός, ούριος άνεμος, σε Όμηρ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: adjunct of οὖρος wind (Α 479, Od.), athematic ptc. like ἄρμενος, ἄσμενος a. o. (Schwyzer 524, Chantr. Gramm. hom. 1, 384), perhaps orig. sigmatic (Schwyzer 751).
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [893] *seik- reach, grasp
Etymology: Prob. from ἵκω, ἱκέσθαι come, but prop. meaning unclear: perhaps "with whom one advances, with whom one advances well" (Schwyzer), i. e. favourable. Acc. to Schulze Q. 493, Bechtel Lex., Fraenkel Nom. ag. 1, 52 n. 2 (p. 53) however desired (cf. Lat. flatus optati), to προ-ΐκτης, ἱκετεύω etc., and like these not from ἵκω come, but from a verb ask (Goth. aihtron; also αἰκάζει καλεῖ H.). Casevits, Eos 83 (1995[98]) 27-32 proposes that the word belongs to ἔοικα, *Ϝίκμενος, qui convient, adapté à; but the development of the meaning is hard to understand, one expects which resembles.

Middle Liddell


only in the phrase ἴκμενος οὖρος (from ἴκω, ἱκνέομαἰ a following, favourable wind, Hom.

Frisk Etymology German

ἴκμενος: {íkmenos}
Meaning: Beiw. von οὖρος Wind (Α 479, Od.),
Etymology : athematisches Ptz. wie ἄρμενος, ἄσμενος u. a. (Schwyzer 524, Chantraine Gramm. hom. 1, 384), vielleicht urspr. sigmatisch (Schwyzer 751). — Wahrscheinlich von ἵκω, ἱκέσθαι kommen, aber eig. Bedeutung unklar: viell. "mit dem man vorwärts kommt, bei dem man gut hinkommt" (WP. 2, 465, Schwyzer), d. h. günstig. Nach Schulze Q. 493 mit Zustimmung von L. Meyer, Bechtel Lex., Fraenkel Nom. ag. 1, 52 A. 2 (S. 53) dagegen erwünscht (vgl. lat. flatus optati), zu προΐκτης, ἱκετεύω usw., und wie diese nicht von ἵκω kommen, sondern von einem Verb bitten (got. aihtron; auch αἰκάζει· καλεῖ H.).
Page 1,717-718