ἱπποκέλευθος

Revision as of 07:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

English (LSJ)

ον,

   A travelling by means of horses: driver of horses, epith. of Patroclus, Il.16.126,584,839; rider, AP9.210.

German (Pape)

[Seite 1260] ὁ, den Weg zu Wagen od. zu Pferde machend, Wagenlenker, Kämpfer vom Wagen herab, Reisiger, so heißt Patroklus, Il. 16, 126. 584; auch die Hunnen, Ep. ad. 590 (IX, 210).

Greek (Liddell-Scott)

ἱπποκέλευθος: -ον, ὁ ἐφ’ ἵππων ποιούμενος τὴν κέλευθον, ἐπίθ. τοῦ Πατρόκλου, ὡς τὸ ἱππότης, ἱππηλάτης, Διογενὲς Πατρόκλεις, ἱπποκέλευθε Ἰλ. Π. 126, 584, 839˙ ἱππεύς, Ἀνθ. Π. 9. 210.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui combat (propr. qui s’avance) sur un char.
Étymologie: ἵππος, κέλευθος.

English (Autenrieth)

making way with the chariot, swift-driving, epith. of Patroclus. (Il.)

Greek Monolingual

ἱπποκέλευθος, -ον (Α)
1. (για τον Πάτροκλο) αυτός που ταξιδεύει με ίππους, αυτός που οδηγεί ίππους
2. ιππέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + κέλευθος «δρόμος, διαδρομή»].