[Seite 1278] ἡ, = δίωξις, VLL. Vgl. ἰωκή.
ἴωξις, ἡ (Α)ιωκή, επίθεση, καταδίωξη στη μάχη.[ΕΤΥΜΟΛ. < παλίωξις, με εσφαλμένο χωρισμό τών συστατικών της λέξης].