ἴωξις

Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

German (Pape)

[Seite 1278] ἡ, = δίωξις, VLL. Vgl. ἰωκή.

Greek Monolingual

ἴωξις, ἡ (Α)
ιωκή, επίθεση, καταδίωξη στη μάχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλίωξις, με εσφαλμένο χωρισμό τών συστατικών της λέξης].