ιωκή

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source

Greek Monolingual

ἰωκή, ἡ, αιτ. στον Ομ. ἰῶκα (Α)
1. προσβολή, επίθεση, καταδίωξη στη μάχη
2. ως κύριο όν. Ἰωκή
προσωποποίηση της δίωξης, της επίθεσης («ἐν δ' Ἔρις, ἐν δ' Ἀλκή, ἐν δὲ κρυόεσσα Ἰωκή», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Fιώκω «καταδιώκω, χτυπώ», που συνδέεται με το διώκω].