καθαριεύω

Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

English (LSJ)

   A to be kaqa/rios, in Med., Alex.Aphr. Pr.2.53.    II = καθαρεύω 3, Hdn.Gr. ap. Choerob.in Theod.1.232, Theognost.Can.28, etc.

German (Pape)

[Seite 1281] dasselbe, Sp.; auch vom Styl, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰθᾰριεύω: εἶμαι καθάριος, Πορφύρ. περὶ Ἀποχ. Ἐμψύχ. 4. 6· ἴδε Valck. εἰς Ξενοφ. Ἀποσπ. 2. 1, 22, Stallb. εἰς Πλάτ. Φαίδ. 58Β.

Greek Monolingual

καθαριεύω (Α)
1. (για το φωνήεν α) καθαρεύω, ακολουθώ άλλο φωνήεν ή το σύμφωνο ρ, είμαι καθαρός
2. μέσ. καθαριεύομαι
είμαι καθάριος, αγαπώ την καθαριότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλλ. τ. του καθαρεύω.