κακόβουλος

Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

English (LSJ)

ον,

   A ill-advised, foolish, φροντίς S. Fr.592 (lyr.); φῶτες E.Ba.401 (lyr.), cf. Ar.Eq.1055 (hex.), Ph.2.280 (Sup.), D.Chr.31.50, Vett.Val.66.3: Comp., Sch.Th.1.120.    II Act., giving bad advice, opp. εὔβουλος, Pl.Sis.391c.

German (Pape)

[Seite 1299] 1) übel berathen, thöricht; Eur. Bacch. 399; Ar. Equ. 1055. – 2) Andern schlecht rathend; Ggstz εὔβουλος Plat. Sis. 391 c; Strat. 62 (XII, 220).

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκόβουλος: -ον, κακῶς βουλευόμενος, ἀσύνετος, φροντὶς Σοφ. Ἀποσπ. 519· φῶτες Εὐρ. Βάκχ. 399, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 1055. ΙΙ. ἐνεργ., συμβουλεύων κακῶς, ἀντίθετον τῷ εὔβουλος, Πλάτ. Σίσυφ. 391C.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui a des pensées mauvaises ou déraisonnables;
2 qui donne de mauvais conseils, qui inspire de mauvaises pensées.
Étymologie: κακός, βουλή.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ κακόβουλος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που γίνεται με κακή πρόθεση («κακόβουλες διαδόσεις»)
νεοελλ.-μσν.
αυτός που σκέπτεται ή θέλει το κακό του άλλου, κακεντρεχής, χαιρέκακοςκακόβουλος άνθρωπος»)
αρχ.
1. αυτός που σκέπτεται ασύνετα, ο ανόητος
2. αυτός που δίνει κακές συμβουλές.
επίρρ...
κακόβουλα (AM κακοβούλως)
νεοελλ.-μσν.
με κακόβουλο τρόπο, με κακή πρόθεση
αρχ.
ασύνετα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -βουλος (< βουλή < βούλομαι), πρβλ. θρασύ-βουλος, ταχύ-βουλος].