κακηπελέων

Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

English (LSJ)

   A in evil plight, Ep. part., formed after Homer's ὀλιγηπελέων (q.v.), Nic.Th.878, Al.93.

German (Pape)

[Seite 1298] (πέλομαι), übel daran seiend, sich schlecht befindend, krank, von Nic. Th. 878 Al. 93 dem homerischen ὀλιγηπελέων nachgebildet.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκηπελέων: ὁ κακῶς ἔχων, ἐν κακῇ καταστάσει ὤν, Ἐπικ. μετοχ. σχηματισθεῖσα κατὰ τὸ Ὁμηρικὸν ὀλιγηπελέων, Νικ. Θηρ. 878, Ἀλεξιφ. 93.

Greek Monolingual

κακηπελέων, -ουσα (Α)
αυτός που βρίσκεται σε κακή κατάσταση, ο ασθενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. κακηπελέων < κακ(ο)- + πέλομαι «είμαι, γίνομαι» και είναι επική μτχ. που σχηματίστηκε κατά το ὀλιγηπελέων. Το -η- του τ. οφείλεται σε μετρικούς λόγους προς αποφυγή τών αλλεπάλληλων βραχέων].