καλαμάρι
Greek Monolingual
το (Μ καλαμάρι(ν) και καλαμάριον)
1. μελανοδοχείο
2. ζωολ. κοινή ονομασία κεφαλόποδου μαλακίου
3. θήκη για τους «καλάμους», δηλ. για τις γραφίδες από καλάμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. καλαμάριον < λατ. (theca) calamaria «θήκη καλάμων γραφής» — η ονομασία του θαλασσινού οφείλεται σε ομοιότητά του με τα παλιά μελανοδοχεία.
ΠΑΡ. μσν. καλαμαρίτσι(ν)
μσν.- νεοελλ.
καλαμαράς
νεοελλ.
καλαμαριά.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νεοελλ. καλαμαροθήκη].