κανόνισμα

Revision as of 07:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A ruler, AP6.295 (Phan.).    II grammatical rule, Eust.439.26.

German (Pape)

[Seite 1321] τό, p. = κανών, Lineal, φιλόρθιον σελίδων Phani. 3 (VI, 295). Bei den Gramm. Declination u. Conjugation.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰνόνισμα: τό, _ κανὼν Ι. 3, Ἀνθ. Π. 6. 295. ΙΙ. = κανὼν ΙΙ. Εὐστ. Πονημάτ. 21. 37· γραμματικὸς κανών, ὁ αὐτ. εἰς Ἰλ. 439. 26.

Greek Monolingual

το (AM κανόνισμα) κανονίζω
νεοελλ.
διακανονισμός, διευθέτηση
μσν.
γραμματικός κανόνας για την κλίση ή ονόματος ή ρήματος
αρχ.
χάρακας.