το1. βοτ. ο καρπός της καρπουζιάς2. ναυτ. ξύλινος ογκώδης δίσκος, περίπου στρογγυλός με 3 ή 4 οπές από τις οποίες διέρχονται σχοινιά, που χρησιμοποιείται στα ιστιοφόρα αντί για τρόχιλο στο τέντωμα ή δέσιμο τών ξαρτιών.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. karpuz].