καρδίτσα

Revision as of 07:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (Μ καρδίτσα)
(με συμπάθεια) υπόσταση, ύπαρξη, ψυχή
μσν.
φρόνημα
3. φρ. α) «μὲ τὴν καρδίτσα» — με ικανοποίηση
β) «ἀναπηδᾱ ἡ καρδίτσα μου» — συγκινούμαι, ταράζομαι
γ) «ἀνοίγω τὴν καρδίτσα κάποιου» — χαροποιώ, ανακουφίζω κάποιον από τη λύπη
δ) «δροσίζεται ἡ καρδίτσα μου» — ικανοποιούμαι, ανακουφίζομαι
ε) «καίγεται ἡ καρδίτσα μου» — υποφέρω, θλίβομαι
στ) «τρέμει η καρδίτσα μου» — ανησυχώ, ταράζομαι.