καταλαβεύς

Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

English (LSJ)

έως, ὁ,

   A holder, nail, in pl., Hsch., Phot.

German (Pape)

[Seite 1358] ὁ, nach VLL. = πάσσαλος.

Greek Monolingual

καταλαβεύς, ὁ (Α) καταλαμβάνω
πάσσαλος ή καρφί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κατα-λαβ- (καταλάβω) του καταλαμβάνω με σημ. «στερεώνω, καρφώνω» + -εύς (πρβλ. αντι-λαβ-εύς, περιλαβ-εύς)].