κατακωμάζω

Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

English (LSJ)

   A burst riotously in upon, τὸ δαιμόνιον κατεκώμασε δώμασιν E.Ph.352.

German (Pape)

[Seite 1358] daherschwärmen (s. das simplex); vom Unglück, einbrechen, einstürmen, τὸ δαιμόνιον κατεκώμασε δώμασιν Οἰδιπόδα Eur. Phoen. 355.

Greek (Liddell-Scott)

κατακωμάζω: εἰσορμῶ ἐν παραφορᾷ ὡς οἱ εὐθυμοῦντες, οἱ κωμάζοντες, ὡς τὸ εἰσκωμάζω· καὶ ἐπὶ τῆς δυστυχίας, ὡς, τὸ δαιμόνιον κατεκώμασε δώμασιν, ἐπέπεσεν, ἐνέσκψεν, Εὐριπ. Φοίν. 352.

French (Bailly abrégé)

insulter, outrager.
Étymologie: κατά, κωμάζω.

Greek Monolingual

κατακωμάζω (Α)
μτφ. (για τη δυστυχία) ορμώ με δύναμη, ενσκήπτω παράφορα («τὸ δαιμόνιον κατεκώμασε δώμασιν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + κωμάζω «ενσκήπτω, ορμώ με δύναμη»].