κατακωμάζω
Τὸ δ' ἐκ τυράννων αἰσχροκέρδειαν φιλεῖ → The race of tyrants loves shameful profit
English (LSJ)
burst riotously in upon, τὸ δαιμόνιον κατεκώμασε δώμασιν E.Ph.352.
German (Pape)
[Seite 1358] daherschwärmen (s. das simplex); vom Unglück, einbrechen, einstürmen, τὸ δαιμόνιον κατεκώμασε δώμασιν Οἰδιπόδα Eur. Phoen. 355.
French (Bailly abrégé)
insulter, outrager.
Étymologie: κατά, κωμάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-κωμάζω in wanordelijke optocht overvallen, met dat.: τὸ δαιμόνιον κατεκώμασε δώμασιν Οἰδιπόδα de goddelijke macht heeft het huis van Oedipus onder de voet gelopen Eur. Phoen. 352.
Russian (Dvoretsky)
κατακωμάζω: бурно врываться, вторгаться, (злобно) обрушиваться (δώμασιν Οἰδιπόδα Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
κατακωμάζω: εἰσορμῶ ἐν παραφορᾷ ὡς οἱ εὐθυμοῦντες, οἱ κωμάζοντες, ὡς τὸ εἰσκωμάζω· καὶ ἐπὶ τῆς δυστυχίας, ὡς, τὸ δαιμόνιον κατεκώμασε δώμασιν, ἐπέπεσεν, ἐνέσκψεν, Εὐριπ. Φοίν. 352.
Greek Monolingual
κατακωμάζω (Α)
μτφ. (για τη δυστυχία) ορμώ με δύναμη, ενσκήπτω παράφορα («τὸ δαιμόνιον κατεκώμασε δώμασιν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + κωμάζω «ενσκήπτω, ορμώ με δύναμη»].
Greek Monotonic
κατακωμάζω: μέλ. -σω, εισβάλλω κάνοντας φασαρία, κάνοντας θόρυβο, τὸδαιμόνιον κατεκώμασε δώμασιν, σε Ευρ.
Middle Liddell
fut. σω
to burst riotously in upon, τὸ δαιμόνιον κατεκώμασε δώμασιν Eur.