κατηχητής
German (Pape)
[Seite 1401] ὁ, der unterrichtende Lehrer, nach der ältesten Lehrweise, nach welcher der Lehrer das zu Erlernende so lange mündlich wiederholte, bis der Lehrling es nachsagen konnte; bes. der in den christlichen Glaubenslehren unterrichtet, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
κατηχητής: -οῦ, ὁ, διδάσκαλος, διδάσκων διὰ τοῦ ἤχου, κατὰ τὸν ἀρχαῖον τρόπον, καθ’ ὃν ὁ διδάσκαλος τὸ ὑπηγόρευεν, ὁ δὲ μαθητὴς ἐπανελάμβανε μέχρις ὅτου τὸ μάθῃ ἢ τὸ ἀποστηθίσῃ· διδάσκαλος τῶν Χριστιανικῶν δογμάτων, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
ο, θηλ. κατηχήτρια (AM κατηχητής) κατηχώ
ο διδάσκαλος τών δογμάτων της χριστιανικής πίστεως
νεοελλ.
1. αυτός που προσηλυτίζει σε κάποιο δόγμα ή σε μυστική ενέργεια ή εταιρεία
2. συστηματικός καθοδηγητής κάποιου σε μια θεωρία ή δοξασία, με σκοπό τον προσηλυτισμό
αρχ.
διδάσκαλος, αυτός που δίδασκε με τον ήχο, κατά τον αρχαίο τρόπο, κατά τον οποίο ο διδάσκων υπαγόρευε κάτι και ο μαθητής το επαναλάμβανε ωσότου το μάθει ή το αποστηθίσει.