κατευοδώνω

Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και καταυοδώνω (AM κατευοδῶ, -όω, Μ και κατευ[γ]οδώνω και καταυ[γ]οδώνω και κατοβοδώνω)
κατευθύνω κάποιον σε σωστό δρόμο, σε αίσιο πέρας, παρέχω ευτυχή οδό, πρόοδο
νεοελλ.-μσν.
1. συνοδεύω με ευχές κάποιον που φεύγει, ξεβγάζω, ξεπροβοδίζω, προπέμπω
2. κατορθώνω, πραγματοποιώ, καταφέρνω κάτι
μσν.
μέσ. κατευοδώνομαι
κάνω καλό, ασφαλές ταξίδι, φθάνω με το καλό
μσν.-αρχ.
1. προξενώ ευτυχία
2. (για τον θεό) οδηγώ κάποιον σε επιτυχία, ευνοώ, βοηθώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + εὐοδῶ / εὐοδώνω].