κατοπτήρ

Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A spy, scout, A.Th.36 (pl.).    II = ἑδροδιαστολεύς, Hp.Fist.3, Haem.5 (κάτοπτρον Erot.).

German (Pape)

[Seite 1404] ῆρος, ὁ, der Späher, Kundschafter, καὶ σκοποὶ στρατοῦ Aesch. Spt. 36. – Bei den Chirurgen ein Instrument zur Erweiterung verengter Kanäle, Sonde, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

κατοπτήρ: ῆρος, ὁ, ὁ κατοπτεύων, κατάσκοπος, πρόσκοπος, σκοποὺς καὶ κ. στρατοῦ Αἰσχύλ. Θήβ. 36. II. χειρουργικόν τι ἐργαλεῖον, Λατ. speculum, τὸ καλούμενον ἑδροδιαστολεύς, Ἱππ. 884D, 893F, Γαλην. Γλωσσ.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
éclaireur, espion.
Étymologie: κατόψομαι.

Greek Monolingual

κατοπτήρ, -ῆρος, ὁ (Α)
1. κατάσκοπος, ανιχνευτής («σκοποὺς δὲ κἀγὼ καὶ κατοπτῆρας στρατοῡ ἔπεμψα», Αισχύλ.)
2. το χειρουργικό εργαλείο εδροδιαστολέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -οπτήρ (< ὀπτήρ < θ. οπ- του ὄπωπα «βλέπω»), πρβλ. δι-οπτήρ, επ-οπτήρ].