κέρνα

Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

English (LSJ)

ἀξίνη, Hsch.    II pl. κέρναι, αἱ, transverse processes of the vertebrae, Poll.2.180 (v.l. κέρνα). κέρνα, τά, v. foreg. 11.    2 v. κέρνος.

Greek (Liddell-Scott)

κέρνα: ἡ· «ἀξίνη» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

(I)
κέρνα, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) ἀξίνη».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για εσφ. τ. αντί κέαρνα, κατά τον Ησύχ. «σίδηρα τεκτονικά» (< κεάζω «σχίζω»)].———————— (II)
κέρνα, ἡ, πληθ. και κέρνα, τὰ (Α)
στον πληθ. αἱ κέρναι και τα κέρνα
οι πλάγιες εκφύσεις της σπονδυλικής στήλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κερσ-ν-α, πρβλ. κάρηνα (< καρασ-ν-α), κρανίον (< κρασ-ν-). Πρόκειται για την ίδια ρίζα με διαφορετικό φωνηεντισμό (-e-), ο οποίος ανεύρισκεται επίσης στο αρχ. άνω γερμ. hirni «εγκέφαλος» (< kers-n-iyo-m) και το πρωτονορβηγικό hiarsi «κορυφή του κεφαλιού» (< kers-on-)].