Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
η (Μ κηλίδωσις) κηλιδώλέρωμα, ρύπανσηνεοελλ.μτφ. ντρόπιασμα, ατίμασμα, σπίλωση («η κηλίδωση της υπόληψής του»).