κελαινόβρωτος

Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

English (LSJ)

ον,

   A black and bloody with gnawing, ἧπαρ A.Pr. 1025.

German (Pape)

[Seite 1414] schwarz und angefressen, ἧπαρ Aesch. Prom. 1027.

Greek (Liddell-Scott)

κελαινόβρωτος: -ον, μέλας καὶ αἱματηρὸς κατὰ τὴν βρῶσιν, κ. ἧπαρ Αἰσχύλ. Πρ. 1025.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
noir et rongé.
Étymologie: κελαινός, βιβρώσκω.

Greek Monolingual

κελαινόβρωτος, -ον (Α)
αυτός που είναι μαύρος και γεμάτος αίματα όταν τον τρώει κάποιος («κελαινόβρωτον δ' ἧπαρ ἐκθοινάσεται», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός + -βρωτός (< βρωτός < βιβρώσκω), πρβλ. θηρό-βρωτος, πυρί-βρωτος].