κνώψ

Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

English (LSJ)

ὁ, gen. κνωπός, shortd. for κινώπετον, Nic.Th.499,520, 751.    II = τυφλός, Zonar.

Greek (Liddell-Scott)

κνώψ: ὁ, γεν. κνωπός, συντετμημένον ἀντὶ τοῦ κινώπετον, Νικ. Θ. 499, 520, 751· ― ὁ δὲ Ἡσύχ. ἔχει κνωπεύς, έως, ὁ, ἄρκτος. ΙΙ. Κατὰ Σουΐδ.: κνὼψ = τυφλὸς (πρβλ. κνέφας).

Greek Monolingual

κνώψ, -ωπός, ὁ (Α)
κινώπετον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αγνωστης ετυμολ. Ίσως πρόκειται για παραλλαγή του κνώδαλον, κατά τα κνίψ, σήψ].