κοσμοχαλασιά

Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και κοσμοχάλαση, η
1. μεγάλη ταραχή και αναστάτωση τών στοιχείων της φύσης, θεομηνία, χαλασμός κόσμου
2. πολύς θόρυβος, μεγάλη φασαρία που προέρχεται από πολλούς ανθρώπους, πανδαιμόνιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο)- + χαλασιά / χάλαση (< χαλώ)].