πανδαιμόνιο

From LSJ

σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → sometimes silence is preferable to words (Menander)

Source

Greek Monolingual

το
1. τόπος διαμονής όλων τών δαιμόνων
2. συνεκδ. πρωτεύουσα του φανταστικού βασιλείου της Κόλασης, όπου συνέρχονται τα συμβούλια τών δαιμόνων
3. μτφ. μεγάλος θόρυβος από φωνές και κρότους σε συνδυασμό με πλήρη σύγχυση και αταξία, αλλ. βαβυλώνια, χαλασμός κόσμου, κοσμοχαλασιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + δαιμόνιο. Η λ., στον λόγιο τ. πανδαιμόνιον, μαρτυρείται από το 1824 στον Μιχ. Σχινά].