Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χάλαση

From LSJ

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d

Greek Monolingual

η / χάλασις, -άσεως, ΝΑ χαλῶ
χαλάρωση, ξέσφιγμα, λασκάρισμα, λύσιμο
νεοελλ.
1. ελάττωση του τόνου, της σύστασης ή της ελαστικότητας ενός ιστού ή οργάνου (α. «χάλαση του δέρματος» β. «χάλαση του μυός» γ. «χάλαση του πέους»)
αρχ.
1. (για παθολογικές εκκρίσεις) μείωση
2. (γενικά για νόσο) ύφεση
3. έλλειψη συνοχής τών μερών ενός όλου
4. καταβίβαση αντικειμένου με τη χρήση τροχαλίας
5. φρ. «χάλασις τῶν πόρων» — διάνοιξη τών πόρων του σώματος (Γαλ.).