κρεατοφάγος

Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και κρεατοφαγάς και κρεατοφάς, ο
αυτός που έχει το κρέας ως βασικό είδος διατροφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρεατο- (βλ. κρεο-) + -φάγος (< θ. φαγ-, πρβλ. -φαγ-ον), πρβλ. αδη-φάγος, χορτο-φάγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].