κυανάμπυξ

Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

English (LSJ)

ῠκος, ὁ, ἡ,

   A with dark ἄμπυξ, Θήβα Id.Fr.29.3; Δᾶλος Theoc.17.67; μίτρη Nonn.D.6.114.

German (Pape)

[Seite 1521] υκος, mit dunkelm Umkreise; Θήβα, Pind. frg. 5; Δῆλος, Theocr. 17, 67; μίτρα, Nonn. D. 6, 114.

Greek (Liddell-Scott)

κυᾰνάμπυξ: -ῠκος, ὁ, ἡ, ἔχων κυανόχρουν ἄμπυκα, Θήβη Πινδ. Ἀποσπ. 5. 3˙ Δῆλος Θεόκρ. 17. 67˙ μίτρα Νόνν. Δ. 6. 114.

French (Bailly abrégé)

υκος (ὁ, ἡ)
à la circonférence d’un bleu sombre.
Étymologie: κύανος, ἄμπυξ.

English (Slater)

κῠᾰνάμπυξ
   1 with dark-blue headband τὰν κυανάμπυκα Θήβαν fr. 29. 3.

Greek Monolingual

κυανάμπυξ, -υκος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει κυανό διάδημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + ἄμπυξ «διάδημα»].