λαδιά

Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η λάδι
1. κηλίδα από λάδι ή από άλλη λιπαρή ουσία, λεκές
2. η σοδειά λαδιού («φέτος είχαμε καλή λαδιά»)
3. μτφ. μικροαπάτη, κατεργαριά.