μίσεργος

Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

English (LSJ)

ον,

   A hating work, lazy, Poll.6.172.

German (Pape)

[Seite 189] Arbeit hassend, Poll. 6, 172.

Greek (Liddell-Scott)

μίσεργος: -ον, (*ἔργω) ὁ μισῶν τὴν ἐργασίαν, ὀκνηρός, Πολυδ., ϛʹ, 172.

Greek Monolingual

μίσεργος, -ον (Α)
αυτός που αισθάνεται αποστροφή προς την εργασία, οκνηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + -εργος (< ἔργον), πρβλ. φίλ-εργος].