μενεδήϊος

Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

English (LSJ)

ον,

   A standing one's ground against the enemy, staunch, κραδίη Il.12.247, 13.228:—Dor. μενε-δάϊος AP7.208 (Anyt.).

German (Pape)

[Seite 132] den Feind erwartend, im Kampfe bestehend, ihm Stand haltend, Il. 13, 228 u. sp. D., wie Ap. Rh. 2, 114.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui soutient l’effort de l’ennemi.
Étymologie: μένω, δήϊος.

Greek Monolingual

μενεδήϊος, δωρ. τ. μενεδάϊος, -ον (Α)
αυτός που δεν εγκαταλείπει τη θέση του κατά τη μάχη, γενναίος, ανδρείος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μεν- (βλ. μένω) + δήϊος «εχθρικός, φοβερός» (πρβλ. α-δήιος)].