μανιάζω

Revision as of 07:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

μανιάζω μανία
1. κατέχομαι από μανία, παραφέρομαι, οργίζομαι, παραλογιάζω
2. (για τα στοιχεία της φύσης) μαίνομαι, αγριεύω, είμαι ή γίνομαι ορμητικός («μάνιασε ο αέρας»).