λιθοθραύστης

Revision as of 07:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο
1. εργάτης που σπάζει πέτρες
2. θραυστήρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + -θραύστης (< θραύω), πρβλ. καρυο-θραύστης, κυματοθραύστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν γαλλοελληνικόν και ελληνογαλλικόν του Σκαρλάτου Δ. Βυζάντιου].