ορέγομαι ένα φαγητό, λιγουρεύομαι2. (σχετικά με γυναίκα) ποθώ ερωτικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < λειχούδης + κατάλ. -εύομαι με επίδραση αποθ. ρημάτων, όπως λιγουρεύομαι, (ο)ρέγομαι].