λευκοκύτταρο

Revision as of 07:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
ανατ. το λευκό αιμοσφαίριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια, λ., πρβλ. αγγλ. leucocyte < leuc(o)- (πρβλ. λευκο-) + cyte (< κύτος). Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].