λευκοκύτταρο

From LSJ

ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers

Source

Greek Monolingual

το
ανατ. το λευκό αιμοσφαίριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια, λ., πρβλ. αγγλ. leucocyte < leuc(o)- (πρβλ. λευκο-) + cyte (< κύτος). Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].