Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
(Α ληρῶ, -έω) [[[λήρος]] (Ι)]είμαι ανόητος, λέγω ή πράττω ανοησίες, κενολογώ, μωρολογώ («εἰκὸς μέντοι σοφὸν ἄνδρα μὴ ληρεῑν», Πλάτ.)αρχ.(για άρρωστο άνθρωπο) παραληρώ, παραμιλώ.