λινοστατώ
Greek Monolingual
λινοστατῶ, -έω (Α)
1. τοποθετώ κυνηγετικά δίχτια, στήνω βρόχια
2. παθ. λινοστατοῡμαι, -έομαι
περικλείομαι με κυνηγετικό δίχτυ και συλλαμβάνομαι («ἀλλ' οὐκ αὐτὸς θηρεύεται... λινοστατούμενος ὑπὸ Ἀλκιβιάδου», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + στατῶ (< -στάτης< ασθ. θ. στᾰ- του ἵστημι, πρβλ. στάσις), πρβλ. επι-στατώ, πρωτο-στατώ].