λινόδρυς

Revision as of 07:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

English (LSJ)

υος, ἡ,

   A = χαμαίδρυς, χαμαίρωψ, Dsc.3.98.

German (Pape)

[Seite 49] υος, ἡ, eine Pflanze (f, χαμαίδρυς), Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

λῐνόδρῡς: ἡ, = χαμαίδρυς, Διοσκ. 3. 102.

French (Bailly abrégé)

υος (ἡ) :
autre nom de la plante χαμαίδρυς.
Étymologie: λίνον, δρῦς.

Greek Monolingual

λινόδρυς, -υος, ἡ (Α)
η χαμαίδρυς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + δρῦς (πρβλ. μελάν-δρυς, χαμαί-δρυς].