ές,
A lacking strength (cf. ἀδρανής), Aret.SD2.6.
λιποδρανής, -ές (Α)αυτός που έχει έλλειψη δυνάμεως, που δεν έχει δύναμη.[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)- + -δρανής (< δραίνω «έχω δύναμη»), πρβλ. α-δρανής, αμφι-δρανής].