λιποδρανής

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐποδρᾰνής Medium diacritics: λιποδρανής Low diacritics: λιποδρανής Capitals: ΛΙΠΟΔΡΑΝΗΣ
Transliteration A: lipodranḗs Transliteration B: lipodranēs Transliteration C: lipodranis Beta Code: lipodranh/s

English (LSJ)

λιποδρανές, lacking strength (cf. ἀδρανής), Aret.SD2.6.

Greek Monolingual

λιποδρανής, -ές (Α)
αυτός που έχει έλλειψη δυνάμεως, που δεν έχει δύναμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)- + -δρανής (< δραίνω «έχω δύναμη»), πρβλ. αδρανής, αμφιδρανής].