(AM λυσσῶ, -άω, Α και λυσσῶ, -όω, αττ. τ. λυττῶ) λύσσα
(λυσσῶ, -άω)
1. πάσχω ή προσβάλλομαι από λύσσα, λυσσάζω («λυττῶσιν ἅπαντα τὰ δηχθέντα», Αριστοτ.)
2. είμαι γεμάτος μανία και οργή, μαίνομαι
νεοελλ.
εκδηλώνομαι με σφοδρότητα
αρχ.
(λυσσῶ, -άω και -όω) κάνω κάποιον μανιώδη.