μανύω

Revision as of 07:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

English (LSJ)

μᾱν-ῡτής, μᾱν-ῡτικός, μᾱν-ῡσις, Dor. for μην-.

Greek (Liddell-Scott)

μᾱνύω: μᾱνῡτής, μάνῡσις, Δωρ. ἀντὶ μηνύω, μηνυτής, μήνυσις.

French (Bailly abrégé)

dor. c. μηνύω.

English (Slater)

μᾱνῠω
   a declare ὣς ἄρα μάνυε (O. 6.52) ὀπιθόμβροτον αὔχημα δόξας οἶον ἀποιχομένων ἀνδρῶν δίαιταν μανύει καὶ λογίοις καὶ ἀοιδοῖς (P. 1.93) τὸ κρατήσιππον γὰρ ἐς ἅρμ' ἀναβαίνων ματέρι καὶ διδύμοις παίδεσσιν αὐδὰν μανύει Πυθῶνος αἰπεινᾶς ὁμοκλάροις ἐπόπταις (sc. Χρομίος: “donne le signale du chant.” Puech) (N. 9.4) [μανύων (codd.: ματεῖσ Schr.: ματεύοισ Turyn) *fr. 107a. 5.*]
   b point out, make known οἷς δῶμα Φερσεφόνας μανύων Ἀχιλεύς (οἷς σημαίνων τὸν Ἅιδην ἀντὶ τοῦ οὓς ἀναιρῶν. Σ.) (I. 8.55)

Greek Monolingual

μανύω (Α)
(δωρ. τ.) βλ. μηνύω.